Η συζήτηση στην Κύπρο για το μνημόνιο έχει εισβάλει στην καθημερινότητα των Κυπρίων. Τυγχάνει κάλυψης από όλα ανεξαιρέτως τα ΜΜΕ, σχολιάζεται στα κοινωνικά δίκτυα, γιουχαΐζεται σε γελοιογραφίες και σίγουρα θα έχει και το πρώτο λόγο σε δημόσιες εκτονώσεις όπως η Πρωτοχρονιάτικη σάτιρα, τα καρναβάλια κλπ.
Με την ένταση που προβάλλεται αυτό το θέμα (σε σημείο υστερίας) δείχνει να του έχουν πιστωθεί, θελημένα ή άθελα, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας εθνικής καταστροφής. Αρκετοί ήδη προέτρεξαν να το χαρακτηρίσουν ως ένα δεύτερο Αττίλα, με αρκετή δόση ρεβανσισμού και διάθεση αυτοτιμωρίας ή/και χαιρεκακίας. Λίγο πολύ δηλαδή, αφενός παρουσιάζεται ως καταστροφή και αφετέρου, οικοδομείται η εικόνα ότι "καλά να πάθουμε… μας άξιζε".
Το πώς διεξάγεται αυτή η συζήτηση και ποια η ευθύνη της αριστεράς να μπολιάσει αυτή τη συζήτηση, είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου. Συνειδητά δηλαδή δεν υπεισέρχομαι σε ζητήματα που αφορούν τις ευθύνες για το πώς φτάσαμε ως εδώ, ποιες είναι και ποιους αφορούν, ούτε καν στην ανάλυση του ίδιου του προβλήματος. Έχω εξάλλου την άποψη ότι μέσα από τη σημερινή συζήτηση για τα του μνημονίου, δείχνει να μας ενδιαφέρει περισσότερο η μετάλλαξη σε κάτι που δεν είμαστε παρά η δημιουργία. Βασικά προσπαθούμε να προσθέσουμε φτερά στην ακρίδα για να την κάνουμε πεταλούδα! Δεν γίνεται.
Η συζήτηση συντελείται σε κύρια δύο επίπεδα.
Το πρώτο είναι το επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και παρα-ηγεσίας. Αφορά δηλαδή τους συνταγματικούς φορείς εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική) με σαφή, για άλλη μια φορά, σύγχυση των ρόλων και ευθυνών. Αφορά επίσης τα πολιτικά κόμματα και αφορά και τα ΜΜΕ. Σε αυτό το επίπεδο η συζήτηση συχνά μετατρέπεται σε κονταρομαχία και εξαντλείται στη δημόσια επίρριψη ευθυνών, ενώ χρονολογικά αφορά μονίμως το παρελθόν. Αφορά δηλαδή το τι φταίει και φτάσαμε ως εδώ. Έχει δε έντονο το στοιχείο της εκταμίευσης από τη σύγκρουση οφέλους ενόψει προεδρικών εκλογών. Σε αυτό το επίπεδο φαίνεται να υπάρχει μια άτυπη συνεννόηση μεταξύ των πλείστων πολιτικών χώρων ότι αυτή η συζήτηση πρέπει περίπου να χωριστεί στα δύο: στο δήθεν πολιτικό (βλέπε οπορτουνιστικό) και στο δήθεν επιστημονικό (βλέπε λαϊκισμός με πτυχία). Στο δε πρώτο κομμάτι, την ευθύνη διαχείρισης της συζήτησης έχουν αποκλειστικά οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ ενώ στο δεύτερο κομμάτι την ευθύνη διαχείρισης της έχουν οι οικονομολόγοι. Στην πραγματικότητα αυτό ο τεμαχισμός του θέματος βοηθά στο να θολώνεται η συνολική εικόνα.
Χαρακτηριστικό επίσης αυτού του επιπέδου είναι η απουσία εμπλοκής του πολίτη. Σημειώνεται ότι αυτά εξελίσσονται σε μια περίοδο που η λαϊκή ετυμηγορία βρίσκεται σε στάδιο κοντά στην ανανέωση της εντολής της για τον επόμενο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μια περίοδος δηλαδή που "προσφέρεται" σε μια κοινωνία ακρίδων για δημαγωγία.
Το δεύτερο επίπεδο συζήτησης συντελείται σε επίπεδο πολιτών. Αφορά τις καθημερινές συζητήσεις στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στους χώρους ψυχαγωγίας, στα σπίτια. Και σε αυτό το επίπεδο, δημιουργούνται πρόσκαιρες και συχνά μη συμβατές συμμαχίες. Η μεγάλη διαφορά εδώ είναι ότι η συζήτηση γίνεται μεταξύ κόσμου που έχει πληγεί άμεσα από την οικονομική κρίση ή μεταξύ του κόσμου που θα επηρεαστεί άμεσα από το μνημόνιο. Πρόκειται συχνά για δύο διαφορετικές ομάδες. Στην ομάδα που πλήγηκε από την κρίση είναι πρωτίστως οι νέοι, οι εργάτες στην οικοδομική και κατασκευαστική βιομηχανία, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες και οι αυτοεργοδοτούμενοι. Από την άλλη, η ομάδα που πλήγηκε από το μνημόνιο είναι κυρίως οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και ημικρατικό τομέα. Μεταξύ αυτών των δύο ομάδων, που και οι δύο έχουν πληγεί, έχει δημιουργηθεί εντέχνως μια πολεμική κατά την οποία η μια ομάδα θεωρεί την άλλη ως υπεύθυνη για τις περικοπές.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη ομάδα στη συζήτηση που αφορά αυτούς που δεν επηρεάστηκαν ούτε από την κρίση ούτε και από το μνημόνιο. Αυτοί ενίοτε ήταν οι υποστηρικτές της όσον το δυνατόν πιο γρήγορης καθόδου στην Κύπρο της Τρόικας.
Αν υπάρχει όμως κάτι που και στα δύο επίπεδα συζήτησης απουσιάζει είναι η προοπτική και η αδυναμία συζήτησης της επόμενης μέρας. Και ενώ αυτή η συζήτηση θα έπρεπε να αφορούσε όλους τους πολιτικούς χώρους, για την αριστερά έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα.
Η αριστερά εκ πεποιθήσεως αφορμείται από την προοπτική ότι ένα καλύτερο μέλλον είναι εφικτό. Συνάμα νομιμοποιείται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο χώρο να θέσει στο τραπέζι προτάσεις που ακόμα και σε συνθήκες μνημονίου να προσδίδουν στον εργαζόμενο την προοπτική που θα αποτρέπει ένα δεύτερο μνημόνιο και θα θέτει θεμέλια μιας πιο βιώσιμης ανάπτυξης.
Στόχος της αριστεράς είναι η ευημερία του τόπου και του λαού. Το γεγονός ότι έγιναν λάθη δεν δικαιολογεί καμία εσωστρέφεια. Εξάλλου, προσωπικά αν είχα τον οδυνηρό ρόλο να επιλέξω μεταξύ ιστορικών λαθών που πλήγωσαν τον τόπο μας, θα επέλεγα ξανά τα λάθη της αριστεράς… Τουλάχιστον θα ήξερα έτσι ότι η πρόθεση ήταν καλή και γνήσια ανθρώπινη.
Αυτήν την πρόθεση είναι που προσπάθησαν κάποιοι να διαλύσουν. Γνωρίζουμε ότι σε ένα βαθμό το έχουν καταφέρει. Γνωρίζουμε όμως ότι η καλή πρόθεση είναι αρετή διαχρονική και ζυμώνεται στη λαϊκή πάλη και όχι στα ατομικά συμφέροντα. Για την αριστερά αυτή η πρόθεση δεν μπορεί να εξαντληθεί ποτέ.
Μπροστά σε αυτό το καθήκον η οργανωμένη αριστερά οφείλει να ανασυντάξει δυνάμεις. Οφείλει να δει με αυτοπεποίθηση τον εργαζόμενο στα μάτια και να προτάξει προτάσεις που να δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης με επίκεντρο τον άνθρωπο.